προκαταφεύγω

προκαταφεύγω
Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῡσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία τού θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῑν», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκαταφυγόντα — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act neut nom/voc/acc pl προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέφυγον — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor ind act 3rd pl προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταφυγεῖν — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταφυγοῦσαι — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταφυγόντες — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταφυγόντος — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταφυγών — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέφυγε — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”