προκαταφυγόντα — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act neut nom/voc/acc pl προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατέφυγον — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor ind act 3rd pl προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταφυγεῖν — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταφυγοῦσαι — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταφυγόντες — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταφυγόντος — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταφυγών — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατέφυγε — προκαταφεύγω escape to a place of safety first aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek